- ομοιόπτωτος
- -η, -ο(γραμμ.), αυτός που βρίσκεται στην ίδια πτώση: Ομοιόπτωτος προσδιορισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁμοιόπτωτος — with a similar inflexion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιόπτωτος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόπτωτος, ον) αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με κάποιον άλλον («ομοιόπτωτος προσδιορισμός») μσν. αρχ. (το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) τὰ ὁμοιόπτωτα ή τo ὁμοιόπτωτον ρητορικό σχήμα στο οποίο γινόταν χρήση… … Dictionary of Greek
ὁμοιοπτώτως — ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion adverbial ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόπτωτον — ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion masc/fem acc sg ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπτώτοις — ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπτώτων — ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόπτωτα — ὁμοιόπτωτος with a similar inflexion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
επεξήγηση — η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ] 1. διασάφηση 2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος») … Dictionary of Greek
κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… … Dictionary of Greek